ἀθέλγω

  • 1αθέλγω — ἀθέλγω (Α) 1. αρμέγω 2. παθ. εξάγομαι με πίεση, αρμέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. σε λγω πιθ. αναλογική προς το συνώνυμο ἀμέλγω] …

    Dictionary of Greek

  • 2εξαθέλγω — ἐξαθέλγω (Α) [αθελγώ] ξεζουμίζω …

    Dictionary of Greek