ἀζᾰλέος
1αζαλέος — ἀζαλέος, α, ον (Α) 1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος 2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός 3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση… …
2ἀζαλέος — dry masc nom sg …
3ἀζαλέον — ἀζαλέος dry masc acc sg ἀζαλέος dry neut nom/voc/acc sg …
4ἀζαλέων — ἀζαλέος dry fem gen pl ἀζαλέος dry masc/neut gen pl …
5ἀζαλέοιο — ἀζαλέος dry masc/neut gen sg (epic) …
6ἀζαλέοις — ἀζαλέος dry masc/neut dat pl …
7ἀζαλέοισιν — ἀζαλέος dry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἀζαλέου — ἀζαλέος dry masc/neut gen sg …
9ἀζαλέους — ἀζαλέος dry masc acc pl …
10ἀζαλέῳ — ἀζαλέος dry masc/neut dat sg …
Страницы