ἀετμόν τὸ πνεῦμα
1αετμόν — ἀετμόν, το (Α) κατά τον Ησύχιο, «τὸ πνεῦμα». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ρίζα aFe τού ἄημι, «φυσώ, πνέω», πρβλ. και ἀτμός*] …
2au̯(e)-10, au̯ē(o)-, u̯ē- — au̯(e) 10, au̯ē(o) , u̯ē English meaning: to blow Deutsche Übersetzung: “wehen, blasen, hauchen” Grammatical information: participle u̯ē nt Note: in Slav. languages often from the “ throw dice “, i.e. to the cleaning of the… …
3ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …
4αϋτμή — ἀϋτμή, η (Α) 1. πνοή, αναπνοή 2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά 3. άρωμα, ευωδιά 4. οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο λόγω της μορφής και της σημασίας με… …