ἀερσι-πότητος
1αερσιπότητος — ἀερσιπότητος, ον (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ρημ. επιθ. ποτητός < ποτάομαι] …
1αερσιπότητος — ἀερσιπότητος, ον (Α) ο αερσιπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ρημ. επιθ. ποτητός < ποτάομαι] …