ἀελπτία
1αελπτία — ἀελπτία, η (Α) [ἄελπτος] 1. ανέλπιστο, απροσδόκητο γεγονός και ειδικότερα απρόσμενο πλήγμα, συμφορά 2. (επίρρ. φρ.) «ἐξ ἀελπτίης», εξ απροόπτου, απροσδόκητα, ανέλπιστα …
2ἀελπτίᾳ — ἀελπτίαι , ἀελπτία an unlooked for event fem nom/voc pl ἀελπτίᾱͅ , ἀελπτία an unlooked for event fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ἀελπτίης — ἀελπτία an unlooked for event fem gen sg (epic ionic) …
4άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το …