ἀειπάρθενος
1αειπάρθενος — ἀειπάρθενος, ο, η (ΑΜ) (αιολικός τύπος και ἀιπάρθενος) αυτός που διατηρεί την παρθενική του αγνότητα σε όλη τη διάρκεια τής ζωής του 2. στην εκκλησιαστική γλώσσα ως επίθετο τής Θεομήτορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + παρθένος. ΠΑΡ. μσν. ἀειπαρθενεύω, αρχ …
2ἀειπάρθενος — ever a virgin masc/fem nom sg …
3αειπάρθενος αριθμός — Ονομασία του αριθμού 7, κατά τους Πυθαγόρειους, επειδή ούτε διαιρείται ούτε πολλαπλασιάζεται με άλλον, εκτός από τη μονάδα, μέσα στα πλαίσια της δεκάδας. Τον θεωρούσαν ιερό και υπερκόσμιο σύμβολο του αναλλοίωτου υπέρτατου όντος που κυβερνά τα… …
4ἀειπάρθενον — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem acc sg ἀειπάρθενος ever a virgin neut nom/voc/acc sg …
5ἀειπαρθένοις — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem/neut dat pl …
6ἀειπαρθένου — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem/neut gen sg …
7ἀειπαρθένους — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem acc pl …
8ἀειπαρθένων — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem/neut gen pl …
9ἀειπαρθένῳ — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem/neut dat sg …
10ἀειπάρθενε — ἀειπάρθενος ever a virgin masc/fem voc sg …