ἀείρω

  • 91αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …

    Dictionary of Greek

  • 92αερτάζω — ἀερτάζω (επαυξημένος επικός τύπος τού ἀείρω Ι) (AM) σηκώνω ψηλά, υψώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἀ(F)ερτάζω και ἀ(F)ερ τάω είναι παρεκτεταμένα ρηματικά παράγωγα τού ἀείρω Ι πρβλ. και ρ. ἀρτάω (ἀναρτάω, ἐξαρτάω κ.λπ.), μεταρρηματικό επίσης τύπο τού ἀείρω Ι) …

    Dictionary of Greek

  • 93ἀερθεῖσ' — ἀερθεῖσα , ἀείρω attach aor part pass fem nom/voc sg (epic ionic) ἀερθεῖσι , ἀείρω attach aor part pass masc/neut dat pl (epic ionic) ἀερθεῖσαι , ἀείρω attach aor part pass fem nom/voc pl (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 94ἀείρεο — ἀ̱είρεο , ἀείρω attach imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀείρω attach pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀείρω attach imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 95ἄερρε — ἄ̱ερρε , ἀείρω attach imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀείρω attach pres imperat act 2nd sg (aeolic) ἀείρω attach imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 96ἐπαείρει — ἐπί ἀείρω attach aor subj act 3rd sg (epic ionic) ἐπί ἀείρω attach pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐπί ἀείρω attach pres ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 97άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …

    Dictionary of Greek

  • 98αρτήρ — ἀρτήρ ( ῆρος), ο (Α) 1. είδος υποδημάτων 2. οποιαδήποτε διάταξη με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αρτήρ ανάλογα με την ονομασία της έχει και διαφορετική προέλευση. Με τη σημασία «είδος παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 99ἀειρομένα — ἀειρομένᾱ , ἀείρω attach pres part mp fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀειρομένᾱ , ἀείρω attach pres part mp fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 100ἀειρομένας — ἀειρομένᾱς , ἀείρω attach pres part mp fem acc pl (epic ionic) ἀειρομένᾱς , ἀείρω attach pres part mp fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)