ἀείζωος
1αείζωος — ἀείζωος, ον και συνηρ. ζως, ων (AM) αυτός που ζει, που υπάρχει αιώνια, αθάνατος, άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος αρχ. 1. (για φυτά) αειθαλής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀείζωον γένος φυτών που ταυτίζεται με το σημερινό γένος Σεμπερβίβο (Sempervivum) ἀείζωον …
2ἀείζωος — ever living masc/fem nom sg …
3ἀειζώους — ἀείζωος ever living masc/fem acc pl …
4ἀείζωοι — ἀείζωος ever living masc/fem nom/voc pl …
5ἀείζως — ἀείζωος ever living masc/fem nom sg …
6ἀείζῳν — ἀείζωος ever living masc/fem/neut gen/dat dual …
7ἀείζων — masc nom sg ἀείζωος ever living masc/fem acc sg ἀείζωος ever living neut nom/voc/acc sg …
8ἀείζωον — houseleek neut nom/voc/acc sg ἀείζωος ever living masc/fem acc sg ἀείζωος ever living neut nom/voc/acc sg ἀειζώων everliving masc voc sg ἀειζώων everliving neut nom/voc/acc sg …
9αειζωία — ἀειζωία, η (AM) [ἀείζωος] (στην εκκλ. γλώσσα) αιώνια, ατελεύτητη ζωή, αθανασία …
10αειζωότης — ἀειζωότης ( ότητος), η (Α) [ἀείζωος] η αειζωία* …
- 1
- 2