ἀδύνατος
1ἀδύνατος — unable masc/fem nom sg …
2αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… …
3αδύνατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει δύναμη, αντοχή: Αυτό το ξύλο είναι αδύνατο για τούτη τη δουλειά. 2. άπαχος, ισχνός: Το αρνί είναι πολύ αδύνατο. 3. ακατόρθωτος: Αυτό που ζητάς είναι αδύνατο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Οὐ λέγειν δεινός, ἀλλὰ σιγᾶν ἀδύνατος. — См. Молчи, коли Бог разума не дал …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5ἀδυνατώτερον — ἀδύνατος unable masc acc comp sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc comp sg ἀδύνατος unable adverbial …
6ἀδυνατωτάτων — ἀδύνατος unable fem gen superl pl ἀδύνατος unable masc/neut gen superl pl …
7ἀδυνατώτατα — ἀδύνατος unable adverbial superl ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc superl pl …
8ἀδυνατώτατον — ἀδύνατος unable masc acc superl sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc superl sg …
9ἀδυνάτω — ἀδύνατος unable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδύνατος unable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱δυνάτω , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate… …
10ἀδυνάτως — ἀδύνατος unable adverbial ἀδύνατος unable masc/fem acc pl (doric) ἀ̱δυνάτως , ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀδυνατόω debilitate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …