ἀδύνατος
91γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …
92γλοιός — (I) γλοιός, ά, όν (AM) αυτός που ξεφεύγει εύκολα, ο υποκριτής, ο πανούργος αρχ. νωθρός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλοιός, ο]. (II) ο (Α γλοιός) κάθε κολλώδης ή λιπαρή ουσία, κόλλα αρχ. 1. λάδι και σκόνη, που αφαιρείται με τη στλεγγίδα απ το σώμα τών …
93δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί …
94διάκενος — η, ο (AM διάκενος, ον) [κενός] 1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος 2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους 3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν) κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. διάκενο το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο …
95εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… …
96εξαδυνατώ — (Α ἐξαδυνατῶ, έω) [αδυνατώ] νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ασθενικό 2. είμαι ή γίνομαι αδύνατος αρχ. είμαι τελείως ανίκανος, ανίσχυρος …
97εξασθενής — (I) ἐξασθενής, ές (Α) [ασθενής] αδύνατος οικονομικά, περιουσιακά, άπορος. (II) ές χημ. 1. ονομασία ατόμου, ρίζας ή ιόντος που έχει σθένος έξι, εξατομικός 2. φρ. «εξασθενή στοιχεία» τα στοιχεία που ο αριθμός τών μονάδων τους εκφράζεται με τον… …
98επίρρικνος — ἐπίρρικνος, ον (Α) [ρικνός] αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.) …
99επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… …
100επιδευής — ἐπιδευής, ές (Α) [επιδεύομαι] 1. αυτός που στερείται κάτι («βιότου ἐπιδευής», Ησίοδ.) 2. φτωχός 3. ελλιπής («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», Ομ. Ιλ.) 4. αδύνατος, αδύναμος («οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’… …