ἀδύνατος
81απόλιγνος — η, ο ισχνός, πολύ αδύνατος …
82απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… …
83αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η …
84ασθενώ — (I) (AM ἀσθενῶ, έω) [ασθενής] 1. είμαι ασθενικός, αδύνατος 2. είμαι άρρωστος αρχ. 1. είμαι άπορος 2. (για την ημέρα) γέρνω, τελειώνω («ἠσθένησεν ἡ ἡμέρα εἰς τὴν ἑσπέραν», ΠΔ). (II) ἀσθενῶ ( όω) (Α) [ασθενής] εξασθενώ κάποιον, τον κάνω ανίσχυρο …
85αυτόκωλος — αὐτόκωλος, ον (Α) [κώλον] (για πρόσωπα) υπερβολικά αδύνατος, πετσί και κόκαλο …
86αφαυρός — ἀφαυρός, ά, όν (Α) 1. ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμος, ασθενικός (συνήθως στον συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό) 2. (για τροφές) λιγότερο, πολύ λίγο θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι ο σχηματισμός της λ. αφαυρός οφείλεται σε… …
87αχαΐρευτος — η, ο [χαΐρι] 1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος 2. ο άτυχος, ο κακότυχος 3. δύστροπος, κακός 4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος 5. το ουδ. ως ουσ. (ευφημ.) το αχαΐρευτο το γεννητικό όργανο …
88αχαμνόμερος — η, ο 1. όποιος κατάγεται από ασήμαντη γενιά 2. ανίσχυρος, αδύνατος …
89βάταλος — και βάτταλος, ο (Α) 1. ο τραυλός 2. ο πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ ( έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ …
90βέλτερος — βέλτερος, α, ον (ποιητ.) (Α) συγκρ. του αγαθός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός* υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν… …