ἀδύνατος

  • 51Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… …

    Dictionary of Greek

  • 52άκικυς — ἄκικυς ( υος), ο, η (Α) [κῑκυς] αδύνατος, εξασθενημένος …

    Dictionary of Greek

  • 53άπαχος — η, ο 1. ο χωρίς πάχος, ο αδύνατος 2. (για φαγητά) χωρίς λίπος …

    Dictionary of Greek

  • 54άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ …

    Dictionary of Greek

  • 55άσειρος — η, ο (Μ ἄσειρος, ον) [σειρά] νεοελλ. 1. όποιος έχει ταπεινή καταγωγή 2. (για ζώο) καχεκτικός, αδύνατος 3. «ἄσειρον ἱστίον» το πανί που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας μσν. «ἄσειρος ἵππος» ο άδετος …

    Dictionary of Greek

  • 56άταλος — η, ο αυτός που δεν συμπλήρωσε την ανάπτυξή του, αδύνατος, τρυφερός («άταλο μωρό», «άταλο πουλάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αταλός, με αρχαίο, αναλογικό αναβιβασμό του τόνου] …

    Dictionary of Greek

  • 57άτυχος — η, ο (Α ἄτυχος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τύχη, κακότυχος 2. ο ταπεινής καταγωγής 3. εκείνος που δεν φέρνει καλή τύχη, καταραμένος 4. κακός, πονηρός 5. δύστροπος νεοελλ. ανέντιμος μσν. 1. ελεεινός, τιποτένιος 2. ανόητος 3. εξαντλημένος, αδύνατος …

    Dictionary of Greek

  • 58έκλιμος — ἔκλιμος, ον (Α) αδύνατος από την πείνα, λιμασμένος …

    Dictionary of Greek

  • 59έκλυτος — η, ο (AM ἔκλυτος, ον) 1. εξασθενημένος, άτονος 2. χαλαρός, χωρίς ηθικές αναστολές και περιορισμούς («έκλυτος βίος») αρχ. 1. (για ακόντιο) εύκολος στο ρίξιμο, ελαφρός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. ήπιος, μαλακός …

    Dictionary of Greek

  • 60ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …

    Dictionary of Greek