ἀδύνατος

  • 101επικατάγνυμαι — ἐπικατάγνυμαι (Α) 1. κατασυντρίβομαι πάνω σε κάτι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικατηγμένος, η, ον αδύνατος, άτονος, τσακισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατάγνυμαι «συντρίβομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 102ευένδοτος — εὐένδοτος, ον (ΑΜ) αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ εὐένδοτος», Στράβ.) αρχ. ο αδύνατος ηθικά, ο μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εν δοτος (< εν δίδωμι), πρβλ. αν ένδοτος] …

    Dictionary of Greek

  • 103εύθραυστος — η, ο (ΑΜ εὔθραυστος, ον) 1. αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («σκεύη κεραμεᾱ εὔθραυστα», Πλούτ.) 2. αδύνατος ή υπερβολικά λεπτός («εὔθραυστον γὰρ τὸ νέον, διὰ τὴν ἀσθένειαν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θραυστός (< θραύω «σπάζω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 104ημερούτσικος — η, ον 1. αρκετά ήμερος 2. (για άνεμο) ελαφρός, αδύνατος …

    Dictionary of Greek

  • 105ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… …

    Dictionary of Greek

  • 106θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …

    Dictionary of Greek

  • 107ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …

    Dictionary of Greek

  • 108ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… …

    Dictionary of Greek

  • 109ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] …

    Dictionary of Greek

  • 110κακοθρεμμένος — η, ο αυτός που δεν έχει τραφεί καλά, ισχνός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρεμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού τρέφω*] …

    Dictionary of Greek