ἀδόνητος
1ἀδόνητος — unshaken masc/fem nom sg …
2αδόνητος — η, ο (Α ἀδόνητος, ον) [δονῶ] αυτός που δεν δονείται ή δεν δονήθηκε, ασάλευτος, ακλόνητος νεοελλ. ασυγκίνητος, άσπλαχνος, σκληρός …
3αδόνητος — η, ο αυτός που δε δονήθηκε, ασάλευτος: Εκεί που βρίσκονταν αυτοί το έδαφος είχε μείνει αδόνητο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀδόνητον — ἀδόνητος unshaken masc/fem acc sg ἀδόνητος unshaken neut nom/voc/acc sg …
5ἀδόνητα — ἀδόνητος unshaken neut nom/voc/acc pl …
6ἀδόνητοι — ἀδόνητος unshaken masc/fem nom/voc pl …