ἀδάμαστος
1ἀδάμαστος — unsubdued masc/fem nom sg …
2αδάμαστος — η, ο (Α ἀδάμαστος, ον) 1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος 2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαμάζω. ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί] …
3αδάμαστος — η, ο 1. αυτός που δεν (η)μερώθηκε, άγριος: Σε ορισμένες περιοχές της Γης υπάρχουν ακόμη αδάμαστα άλογα. 2. άκαμπτος, ακέραιος: Τον διακρίνει αδάμαστη θέληση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀδαμάστως — ἀδάμαστος unsubdued adverbial ἀδάμαστος unsubdued masc/fem acc pl (doric) …
5ἀδάμαστον — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem acc sg ἀδάμαστος unsubdued neut nom/voc/acc sg …
6ἀδαμάστοις — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem/neut dat pl …
7ἀδαμάστου — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem/neut gen sg …
8ἀδαμάστους — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem acc pl …
9ἀδαμάστων — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem/neut gen pl …
10ἀδαμάστῳ — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem/neut dat sg …