ἀδρᾰνής
1ἀδρανής — impotent masc/fem nom sg …
2αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια …
3αδρανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, νωθρός, ακίνητος: Είναι άνθρωπος αδρανής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀδρανῆ — ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδρανής impotent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδρανής impotent masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5ἀδρανέστερον — ἀδρανής impotent adverbial comp ἀδρανής impotent masc acc comp sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc comp sg …
6ἀδρανεστάτων — ἀδρανής impotent fem gen superl pl ἀδρανής impotent masc/neut gen superl pl …
7ἀδρανεστέρων — ἀδρανής impotent fem gen comp pl ἀδρανής impotent masc/neut gen comp pl …
8ἀδρανές — ἀδρανής impotent masc/fem voc sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc sg …
9ἀδρανέστατον — ἀδρανής impotent masc acc superl sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc superl sg …
10ἀδρανεστάτη — ἀδρανής impotent fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …