ἀδο-λέσχης

  • 1μεταρσιολέσχης — μεταρσιολέσχης, ὁ (Α) αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + λεσχης… …

    Dictionary of Greek

  • 2μετεωρολέσχης — μετεωρολέσχης, ὁ (Α) 1. αυτός που φλυαρεί για ουράνια φαινόμενα ή σώματα («καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῑς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις», Πλάτ.) 2. μετεωρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + λέσχης (< λέσχη «συγκέντρωση,… …

    Dictionary of Greek

  • 3κομψολεσχώ — κομψολεσχῶ, έω (Μ) μιλώ με κομψότητα, κομψολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + λεσχῶ (< λέσχης < λέσχη «συνομιλία, συζήτηση»), πρβλ. αδο λεσχώ] …

    Dictionary of Greek

  • 4λεπτολεσχώ — λεπτολεσχῶ, έω (Μ) λεπτολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + λεσχῶ (< λέσχης < λέσχη), πρβλ. αδο λεσχώ, μετεωρο λεσχώ] …

    Dictionary of Greek