ἀδιάχυτον

  • 1ἀδιάχυτον — ἀδιάχυτος not softened by cooking masc/fem acc sg ἀδιάχυτος not softened by cooking neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αδιάχυτος — η, ο (Α ἀδιάχυτος, ον) [διαχέω] αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εξωτερικεύεται αρχ. 1. που δεν μαλακώνει με το ψήσιμο 2. αδιάλυτος, ασκόρπιστος 3. (για πρόσωπα) ο μη σπάταλος ή άσωτος 4. (για ύφος λόγου) περιεκτικός, πυκνός 5. το ουδ. ως ουσ. τό… …

    Dictionary of Greek