ἀδιάλυτος
1ἀδιάλυτος — undissolved masc/fem nom sg …
2αδιάλυτος — η, ο (Α ἀδιάλυτος, ον) [διαλύω] ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί νεοελλ. 1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε 2. ανεξιχνίαστος αρχ. 1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος 2. άφθαρτος, ακατάλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλύω. ΠΑΡ. νεοελλ …
3αδιάλυτος — η, ο 1.αυτός που δε διαλύεται: Πολλά σώματα μένουν αδιάλυτα στο νερό. 2. αξεδιάλυτος, ανεξιχνίαστος: Μυστήριο αδιάλυτο σκεπάζει την υπόθεση αυτή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀδιαλύτως — ἀδιάλυτος undissolved adverbial ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl (doric) …
5ἀδιάλυτον — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc sg ἀδιάλυτος undissolved neut nom/voc/acc sg …
6ἀδιαλύτοις — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat pl …
7ἀδιαλύτου — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen sg …
8ἀδιαλύτους — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl …
9ἀδιαλύτων — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen pl …
10ἀδιαλύτῳ — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat sg …