ἀδικομήχανος
1αδικομήχανος — ἀδικομήχανος, ον (Α) αυτός που σχεδιάζει μηχανορραφίες, ο δολοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + μηχανή (= τέχνασμα, πανουργία, δόλος)] …
2ἀδικομήχανος — plotting injustice masc/fem nom sg …
3ἀδικομηχάνῳ — ἀδικομήχανος plotting injustice masc/fem/neut dat sg …
4άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …
5μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …