ἀδιάφϑορον οἴχεται ἀπιόν

  • 1υπεκχωρώ — έω, Α 1. απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὑπεξεχώρεε ἐμπρήσας τε τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.) 2. (με δοτ.) αποσύρομαι παραχωρώντας την θέση μου σε άλλον 3. αποφεύγω, διαφεύγω («τὸ δ ἀθάνατον, σῶν καὶ ἀδιάφθορον οἴχεται… …

    Dictionary of Greek