ἀδηφάγος
1ἁδηφάγος — ἀδηφάγος , ἀδηφάγος gluttonous masc/fem nom sg …
2ἀδηφάγος — gluttonous masc/fem nom sg …
3αδηφάγος — Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική… …
4αδηφάγος — α, ο φαγάς, αχόρταγος, άπληστος: Έριχνε αδηφάγα βλέμματα στο στρωμένο τραπέζι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀδηφαγώτατον — ἀδηφάγος gluttonous masc acc superl sg ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc superl sg …
6ἀδηφάγον — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem acc sg ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc sg …
7ἀδηφάγω — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
8ἀδηφάγα — ἀδηφάγος gluttonous neut nom/voc/acc pl …
9ἀδηφάγοι — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem nom/voc pl …
10ἀδηφάγοις — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut dat pl …