ἀδημονία
1ἀδημονία — ἀδημονίᾱ , ἀδημονία trouble fem nom/voc/acc dual ἀδημονίᾱ , ἀδημονία trouble fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀδημονίᾳ — ἀδημονίαι , ἀδημονία trouble fem nom/voc pl ἀδημονίᾱͅ , ἀδημονία trouble fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αδημονία — η (Α ἀδημονία) [ἀδημονῶ] 1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία 2. θλίψη, στενοχώρια …
4αδημονία — η στενοχώρια, αγωνία: Είχε μεγάλη αδημονία να τον συναντήσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀδημονίας — ἀδημονίᾱς , ἀδημονία trouble fem acc pl ἀδημονίᾱς , ἀδημονία trouble fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀδημονίαι — ἀδημονία trouble fem nom/voc pl ἀδημονίᾱͅ , ἀδημονία trouble fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀδημονίαν — ἀδημονίᾱν , ἀδημονία trouble fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀδημονιῶν — ἀδημονία trouble fem gen pl …
9ἀδημονίαις — ἀδημονία trouble fem dat pl …
10ἀδημονίη — ἀδημονία trouble fem nom/voc sg (epic ionic) …