ἀδείας
1ἀδείας — ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) …
2ἁδείας — ἁ̱δείᾱς , ἡδύς pleasant fem acc pl (doric) ἁ̱δείᾱς , ἡδύς pleasant fem gen sg (doric aeolic) …
3безстрашиѥ — БЕЗСТРАШИ|Ѥ (15), ˫А с. Бесстрашие, безбоязненность: идеже бо страхъ б҃жии. тоу и любы. и ѥдиномысльство братии. а идеже бестрашьѥ тоу и рьвениѥ и зависть. СбТр XII/ΧΙΙΙ, 118; да не ѡ(т) гроубости. или ѡ(т) бестраши˫а б҃и˫а. погыбающе. КН 1280,… …
4ослаба — ОСЛАБ|А (15), Ы с. 1.Облегчение, послабление: и молѧть послабити имъ до поставлѥни˫а хотѧщааго быти еп(с)па… || …ослабѹ подати. (ἔνδοσιν) КЕ XII, 37а–б; въ скорбь ѹбо нѣли тебе позвалъ. а ты ослабы ищеши. ПрЮр XIV2, 281б; стѧжите ср(д)ца скрушена …
5άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από …
6δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των …
7ειρηνικός — ή, ό (AM εἰρηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη («ειρηνική περίοδος», «ειρηνικός βίος», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν») 2. όποιος συντελεί στην ειρήνη ή στην ειρήνευση («ειρηνικές προσπάθειες») 3.… …
8εκεχειρία — η (AM ἐκεχειρία) η προσωρινή κατάπαυση εχθροπραξιών αρχ. μσν. ανάπαυλα, ευκαιρία, διακοπή αρχ. 1. άδεια, ελευθερία 2. ο χρόνος τής άδειας 3. αποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εκεχειρία (δωρ. εκεχηρία), «σύνθετο εκ συναρπαγής» < έχειν χείρας, με ανομοίωση… …
9ενίπτω — ἐνίπτω (AM) λοιδορώ, κακολογώ αρχ. 1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.) 2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή] …
10επιχώρησις — ἐπιχώρησις, ἡ (AM) [επιχωρώ] μσν. χωρητικότητα αρχ. παραχώρηση, χορήγηση άδειας …