ἀδεκάστως
1ἀδεκάστως — ἀδέκαστος unbribed adverbial ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc pl (doric) …
2φιλαλήθης — άληθες, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την αλήθεια,ειλικρινής αρχ. προσωνυμία τού Διός σε νομίσματα τής Λαοδικείας. επίρρ... φιλαλήθως ΝΜΑ με φιλαλήθεια, με ειλικρίνεια («φιλαλήθως καὶ ἀδεκάστως», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀληθής] …