ἀδίκημα

  • 81απείθεια — η (AM ἀπείθεια) το να μην πειθαρχεί κάποιος σε διαταγές ή εντολές, ανυπακοή αδίκημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας με το να αρνείται κάποιος σε υπάλληλο οφειλόμενη υπηρεσία ή συνδρομή, όπως ορίζει ο νόμος …

    Dictionary of Greek

  • 82απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… …

    Dictionary of Greek

  • 83απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… …

    Dictionary of Greek

  • 84αποδοκιμασία — Η έμπρακτη άρνηση συμμόρφωσης προς την απόφαση ενός ποινικού δικαστηρίου. Εκδηλώνεται είτε με δημόσια πρόσκληση σε συνεισφορά για την καταβολή της χρηματικής ποινής, της αποζημίωσης ή των δικαστικών εξόδων που έχουν επιβληθεί, είτε με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 85αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …

    Dictionary of Greek

  • 86αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 87αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …

    Dictionary of Greek

  • 88ασύγγνωστος — η, ο (AM ἀσύγγνωστος, ον) [συγγνωστός] νεοελλ. φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος 2. ο ασυγγνώμων …

    Dictionary of Greek

  • 89ατύχημα — Όρος ο οποίος στο ιατρικό νομικό λεξιλόγιο σημαίνει κάθε ακούσιο και απροσδόκητο αποτέλεσμα στον ανθρώπινο οργανισμό. Η συγκριτική μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων για τα ποσοστά θνησιμότητας εξαιτίας α. σε 42 χώρες επιτρέπει τη διαπίστωση ότι τα… …

    Dictionary of Greek

  • 90αυτοκτονία — Η πράξη του να αφαιρέσει κανείς μόνος του και με τη θέλησή του τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει με μια ορισμένη συχνότητα στους νευρασθενικούς και στους παράφρονες (σε αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη, μελαγχολία, πρόωρη γεροντική άνοια), με ποσοστά… …

    Dictionary of Greek