ἀδίκημα

  • 61αδικοπράγημα — ἀδικοπράγημα, το (Α) [ἀδικοπραγῶ] άδικη πράξη, αδίκημα …

    Dictionary of Greek

  • 62αδικοπραγώ — (Α ἀδικοπραγῶ, έω) διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγία < θ. πέπραγ , πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα] …

    Dictionary of Greek

  • 63αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία …

    Dictionary of Greek

  • 64αεροπειρατής — ο αυτός που διαπράττει το αδίκημα τής αεροπειρατείας …

    Dictionary of Greek

  • 65αεροπειρατεία — Η βίαιη κατάληψη ενός αεροσκάφους στη διάρκεια της πτήσης του και η ομηρία των επιβατών και του πληρώματός του, με σκοπό συνήθως τη διαπραγμάτευση αιτημάτων (ατομικών ή ευρύτερων) με κρατικές αρχές. Η εγκληματική αυτή πρακτική, που καταδικάζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 66ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση …

    Dictionary of Greek

  • 67ακοσμώ — ἀκοσμῶ ( έω) (Α) [ἄκοσμος] 1. είμαι άτακτος, ατίθασος, δεν υπακούω 2. διαπράττω αδίκημα ή αμάρτημα, παρεκτρέπομαι …

    Dictionary of Greek

  • 68αλίτημα — ἀλίτημα, το (Μ) [ἀλιταίνω] αδίκημα, αμάρτημα, σφάλμα …

    Dictionary of Greek

  • 69αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… …

    Dictionary of Greek

  • 70αμάρτημα — το (Α ἁμάρτημα) [ἁμαρτάνω] παράβαση τού θείου νόμου, τών εντολών τής θρησκείας και τών διατάξεων τής Εκκλησίας μσν. 1. παρανομία, αδίκημα 2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να... αρχ. 1. σφάλμα, αποτυχία 2.… …

    Dictionary of Greek