ἀδίκημα

  • 21δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… …

    Dictionary of Greek

  • 22ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …

    Dictionary of Greek

  • 23μοιχεία — (Νομ.). Η εξώγαμη, κατά φύση, συνουσία ενός άντρα και μιας γυναίκας, από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον είναι παντρεμένος. Στην αρχαία Ελλάδα, η μυστική σαρκική σχέση με μια ελεύθερη γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεση του συζύγου της, αποτελούσε… …

    Dictionary of Greek

  • 24παραχάραξη — Η παραποίηση ή η νόθευση νομίσματος, χάρτινου ή μεταλλικού, με σκοπό να τεθεί σε κυκλοφορία ως γνήσιο, καθώς και η προμήθεια ενός τέτοιου παραποιημένου ή νοθευμένου νομίσματος για τον ίδιο σκοπό. Κατά την ελληνική νομοθεσία, το αδίκημα τιμωρείται …

    Dictionary of Greek

  • 25πατροκτονία — (Νομ.). Ο φόνος του πατέρα από το παιδί του. Η πράξη του πατροκτόνου. Κατά το αρχαιότατο άγραφο ελληνικό δίκαιο, π. ήταν και ο φόνος κάθε ατόμου ενός γένους, από μέλος του ίδιου γένους. Το αδίκημα το θεωρούσαν καθαρά οικογενειακό και το δίκαζαν… …

    Dictionary of Greek

  • 26ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του …

    Dictionary of Greek

  • 27κἀδικήματ' — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl ἀδικήματι , ἀδίκημα wrong done neut dat sg ἀδικήματε , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28τἀδικήμαθ' — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl ἀδικήματι , ἀδίκημα wrong done neut dat sg ἀδικήματε , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 29τἀδικήματ' — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl ἀδικήματι , ἀδίκημα wrong done neut dat sg ἀδικήματε , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 30ἀδικήμαθ' — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl ἀδικήματι , ἀδίκημα wrong done neut dat sg ἀδικήματε , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)