ἀδίκημα
11ἀδικήμασιν — ἀδίκημα wrong done neut dat pl …
12ἀδικήματα — ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl …
13ἀδικήματι — ἀδίκημα wrong done neut dat sg …
14ἀδικήματος — ἀδίκημα wrong done neut gen sg …
15αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α …
16άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …
17έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …
18αυτοδικία — Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την… …
19ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …
20απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… …