ἀγόρασμα
1αγόρασμα — το (Α ἀγόρασμα) [ἀγοράζω] οτιδήποτε αγοράζεται ή πωλείται, το εμπόρευμα, το ώνιο, το ψώνιο νεοελλ. η ενέργεια τού αγοράζω, το να αγοράζει κανείς κάτι, ψώνισμα …
2αγόρασμα — το, ατος καθετί που αγοράζεται, ψώνιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἀγορασμάτων — ἀγόρασμα thatwhichisbought neut gen pl …
4ἀγοράσματα — ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl …
5ἀγοράσματ' — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl ἀγοράσματι , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut dat sg ἀγοράσματε , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc dual …
6αγορασμός — ο (Α ἀγορασμὸς) [ἀγοράζω] το αγόρασμα* …
7τἀγοράσματα — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl …