ἀγωνιστικός
1ἀγωνιστικός — fit for contest masc nom sg …
2αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… …
3αγωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αγώνα: Το γυμναστήριο δεν είχε αρκετά αγωνιστικά όργανα. 2. αυτός που έχει την τάση να ανακατεύεται σε πολιτικούς ή κοινωνικούς αγώνες: Ήταν τύπος αγωνιστικός. 3. το θηλ., αγωνιστική ως ουσ., η τέχνη… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀγωνιστικά — ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc/acc dual ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ἀγωνιστικώτερον — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial comp ἀγωνιστικός fit for contest masc acc comp sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc comp sg …
6ἀγωνιστικωτέρων — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen comp pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen comp pl …
7ἀγωνιστικῶν — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen pl …
8ἀγωνιστικόν — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc sg …
9ἀγωνιστικώτατα — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial superl ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl pl …
10ἀγωνιστικώτατον — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc superl sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl sg …