ἀγχῐ-βᾰθής

  • 1μελαμβαθής — μελαμβαθής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρο βάθος, αυτός που φαίνεται πολύ σκοτεινός λόγω τού μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῑο», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βαθής (< βάθος), πρβλ. αγχι βαθής] …

    Dictionary of Greek

  • 2τηλεβαθής — ές, Α πάρα πολύ βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + βαθής (< βάθος), πρβλ. ἀγχι βαθής] …

    Dictionary of Greek