ἀγχιστεύς
1αγχιστεύς — ἀγχιστεύς ( έως), ο (Α) [ἄγχιστος] συνήθως στον πληθ. οἱ ἀγχιστεῑς 1. οι εξ αίματος πλησιέστατοι συγγενείς 2. παραπλήσιοι, συγγενικοί 3. νόμιμοι κληρονόμοι …
2ἀγχιστεύς — next of kin masc nom sg …
3ἀγχιστεῖς — ἀγχιστεύς next of kin masc acc pl ἀγχιστεύς next of kin masc nom/voc pl (parad form) …
4ἀγχιστέων — ἀγχιστεύς next of kin masc gen pl ἀγχιστέω̆ν , ἀγχιστεύς next of kin masc gen pl …
5ἀγχιστεῖ — ἀγχιστεύς next of kin masc dat sg …
6ἀγχιστεῦσι — ἀγχιστεύς next of kin masc dat pl …
7ἀγχιστεῦσιν — ἀγχιστεύς next of kin masc dat pl …
8ἀγχιστέως — ἀγχιστέω̆ς , ἀγχιστεύς next of kin masc gen sg ἀγχιστεύς next of kin masc nom sg (epic ionic) …
9Anchistêvs — ANCHISTÊVS, ëi, Gr. Ἀγχιστεὺς, έως. von Pheris, einer von den Argonauten. Orph. Argon. v. 222. Doch glauben einige, diese Stelle sey verderbt und Anchistens kein eigenthümlicher Namen, sondern heiße ein Blutsverwandter, und beziehe sich auf das… …
10-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …
- 1
- 2