ἀγχί-νοος
1ευρύνοος — εὐρύνοος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νοος (< νο ος, νους), πρβλ. αγχί νοος, εύ νοος] …
1ευρύνοος — εὐρύνοος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νοος (< νο ος, νους), πρβλ. αγχί νοος, εύ νοος] …