ἀγχί-νοια

  • 1εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …

    Dictionary of Greek

  • 2ταυτόνοια — ἡ, Μ ταυτοσημία, ταυτότητα σημασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + νοια (< νους < νοῦς), πρβλ. ἀγχί νοια] …

    Dictionary of Greek