ἀγυρτεύω
1αγυρτεύω — ἀγυρτεύω (AM) είμαι αγύρτης, ζω ζητιανεύοντας σαν αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγύρτης. ΠΑΡ. ἀγυρτεία μσν. ἀγυρτευτής] …
2ἀγυρτευόντων — ἀγυρτεύω live by begging as a vagabond pres part act masc/neut gen pl ἀγυρτεύω live by begging as a vagabond pres imperat act 3rd pl …
3ἀγυρτεύοντα — ἀγυρτεύω live by begging as a vagabond pres part act neut nom/voc/acc pl ἀγυρτεύω live by begging as a vagabond pres part act masc acc sg …
4ἀγυρτεύειν — ἀγυρτεύω live by begging as a vagabond pres inf act (attic epic) …
5ἀγυρτεύοντες — ἀγυρτεύω live by begging as a vagabond pres part act masc nom/voc pl …
6ἀγυρτεύουσα — ἀγυρτεύω live by begging as a vagabond pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
7ἀγυρτεύων — ἀγυρτεύω live by begging as a vagabond pres part act masc nom sg …
8αγυρτεία — η (Α ἀγυρτεία) [ἀγυρτεύω] νεοελλ. απάτη, ψευδολογία αρχ. επαιτεία …
9αγυρτευτής — ἀγυρτευτής, ο (Μ) [ἀγυρτεύω] ο αγύρτης* …
10αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω …
- 1
- 2