ἀγυρμός
1αγυρμός — ο (Α ἀγυρμός) νεοελλ. παλιό έθιμο τών κατοίκων τής Βιζύης στη Θράκη, κατά το οποίο οι μεταμφιεσμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι (ίσως λείψανο τών αρχαίων διονυσιακών τελετών) αρχ. ο ἀγερμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ < ἀγερ τού ρ.… …
2ἀγυρμός — ἄγυρις gathering masc nom sg ἀγυρμός masc nom sg …
3ἀγυρμούς — ἄγυρις gathering masc acc pl ἀγυρμός masc acc pl …
4ἀγυρμόν — ἄγυρις gathering masc acc sg ἀγυρμός masc acc sg …