ἀγρό-θεν

  • 1κρημνόθεν — (Α) επίρρ. από την κορυφή τού γκρεμού, από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. αγρό θεν, οίκο θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 2χερσόθεν — ΜΑ επίρρ. από τη στεριά, από την ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. ο θεν (πρβλ. ἀγρό θεν, μακρό θεν)] …

    Dictionary of Greek