ἀγρότης
1ἀγρότης — countryman masc nom sg ἀγρότης countryman fem nom/voc pl (doric aeolic) …
2ἀγρότῃς — ἀγρότης countryman masc dat pl (epic) …
3αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …
4αγρότης — ο θηλ. αγρότισσα αυτός που ζει στους αγρούς και ασχολείται μ αυτούς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀγρόται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρότᾱͅ , ἀγρότης countryman masc dat sg (doric aeolic) …
6ἀγρότη — ἀγρότης countryman masc voc sg ἀγρότης countryman fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
7ἀγρότῃ — ἀγρότης countryman masc dat sg (attic epic ionic) ἀγρότηι , ἀγρότης countryman fem dat sg (epic) …
8ἀγροτῶν — ἀγρότης countryman masc gen pl …
9ἀγρωστᾶν — ἀγρότης countryman masc gen pl (doric aeolic) ἀγρώστης wild masc gen pl (doric aeolic) …
10ἀγρῶσται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρώστης wild masc nom/voc pl …