ἀγρόν
11σχοινεύομαι — Α [σχοῑνος] (κατά τον Ησύχ.) «μετρῶ ἀγρόν» …
12χορόνδε — Α επίρρ. στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορόν, αιτ. τού χορός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. ἀγρόν δε)] …
Страницы
- 1
- 2
11σχοινεύομαι — Α [σχοῑνος] (κατά τον Ησύχ.) «μετρῶ ἀγρόν» …
12χορόνδε — Α επίρρ. στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορόν, αιτ. τού χορός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. ἀγρόν δε)] …