1ἀγροιώτας — ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc acc pl ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc nom sg (epic doric aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)