ἀγρία ἐ
1ἀγρία — ἀγρίᾱ , ἄγριος living in the fields fem nom/voc/acc dual ἀγρίᾱ , ἄγριος living in the fields fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱ , ἀγρία fem nom/voc/acc dual ἀγρίᾱ , ἀγρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γρίᾱ , ἀγριάω to be… …
2ἀγρίᾳ — ἀγρίᾱͅ , ἄγριος living in the fields fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱͅ , ἀγρία fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Αγριά — Sp Agrijà Ap Αγριά/Agria L R Graikija …
4άγρια ζωή — Το σύνολο των φυτικών και ζωικών ζωντανών οργανισμών των οποίων ο τρόπος ζωής (αναπαραγωγή, ανάπυξη) δεν έχει επηρεαστεί άμεσα από τον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του. Οι οργανισμοί αυτοί είναι πιθανόν να ανήκουν σε φυσικά οικοσυστήματα ή να… …
5άγρια ζώα — Τα ζώα που ζουν στη φυσική τους ελευθερία, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Διαχωρίζονται από τα ήμερα ή οικιακά, που συνυπάρχουν στον άμεσο χώρο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου και βρίσκονται συνέχεια κάτω από τη βούλησή του. Η… …
6Αγριά — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 5.229 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και αποτελεί προάστιο της πόλης του Βόλου και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματός της …
7ἀγριά — ἀγριάς wild fem voc sg …
8ἄγρια — ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl …
9άγρια αλισφακιά — η βλ. αγριοφασκομηλιά …
10άγρια κυδωνιά — η βλ. αγριοκυδωνιά …