ἀγράμματος
1ἀγράμματος — illiterate masc/fem nom sg …
2αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… …
3αγράμματος — η, ο αυτός που ξέρει πολύ λίγα γράμματα, ο απαίδευτος: Οι αγράμματοι είναι πολύ περισσότεροι από τους αναλφάβητους (βλ. και αναλφάβητος) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀγραμμάτως — ἀγράμματος illiterate adverbial ἀγράμματος illiterate masc/fem acc pl (doric) …
5ἀγράμματον — ἀγράμματος illiterate masc/fem acc sg ἀγράμματος illiterate neut nom/voc/acc sg …
6ἀγραμματώτεροι — ἀγράμματος illiterate masc nom/voc comp pl …
7ἀγραμμάτοις — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut dat pl …
8ἀγραμμάτου — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut gen sg …
9ἀγραμμάτους — ἀγράμματος illiterate masc/fem acc pl …
10ἀγραμμάτων — ἀγράμματος illiterate masc/fem/neut gen pl …