ἀγορητύς

  • 1αγορητύς — ἀγορητὺς ( ύος), η (Α) [ἀγοράομαι] ρητορική δεινότητα, ευγλωττία, ευφράδεια λόγου …

    Dictionary of Greek

  • 2ἀγορητύς — ἀγορητύ̱ς , ἀγορητύς eloquence fem acc pl ἀγορητύς eloquence fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἀγορητύν — ἀγορητύς eloquence fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …

    Dictionary of Greek

  • 5βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… …

    Dictionary of Greek

  • 6εδητύς — ἐδητύς, η (Α) φαγητὸ. [ΕΤΥΜΟΛ. < έδω*. Η λ. μαρτυρείται μόνο στη γενική και κυρίως στην πολύ συνήθη ομηρική φράση: «πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο». Η προέλευση του η στον τ. είναι αβέβαιη. Πιθ. η λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα αγορητύς,… …

    Dictionary of Greek