ἀγορεύεις

  • 1ἀγορεύεις — ἀγορεύω speak in the assembly pres ind act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» …

    Dictionary of Greek

  • 3θεοπροπώ — θεοπροπῶ, βοιωτ. τ. θιοπροπῶ, έω (Α) [θεοπρόπος]·1. δίνω χρησμούς, προφητεύω («θεοπροπέων ἀγορεύεις», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι θεοπρόπος, αγγελιαφόρος για να ρωτήσω μαντείο …

    Dictionary of Greek

  • 4και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 5παρατροπώ — έω, Α [παράτροπος] 1. εκτρέπω από το ορθό, απατώ, πλανώ, παραπλανώ («τί με ταῡτα παρατροπέων ἀγορεύεις;», Ομ. Οδ.) 2. παραπείθω («λίσσεό μιν πυκινοῑς παρατροπέων ἐπέεσσι», Απολλ. Ρόδ.) …

    Dictionary of Greek