ἀγνῶτος
1άγνωτος — ἄγνωτος, ον (Α) ο άγνωστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γνωτός. ΠΑΡ. ἀγνωσία αρχ. ἀγνωτίδιον] …
2ἄγνωτος — ἄγνωστος unknown masc/fem nom sg ἄγνωτος masc/fem nom sg …
3ἀγνῶτος — ἀγνώς unknown masc/fem gen sg …
4ἄγνωτ' — ἄγνωτα , ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc pl ἄγνωτε , ἄγνωστος unknown masc/fem voc sg ἄγνωτα , ἄγνωτος neut nom/voc/acc pl ἄγνωτε , ἄγνωτος masc/fem voc sg …
5ἄγνωτον — ἄγνωστος unknown masc/fem acc sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc sg ἄγνωτος masc/fem acc sg ἄγνωτος neut nom/voc/acc sg …
6αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… …
7αγνωτίδιον — ἀγνωτίδιον, το (Α) [ἄγνωτος] είδος ψαριού, το μυλοκόπι …
8ἀγνώτων — ἄγνωστος unknown masc/fem/neut gen pl ἄγνωτος masc/fem/neut gen pl ἀγνώς unknown masc/fem gen pl …
9ἀγνώτῳ — ἄγνωστος unknown masc/fem/neut dat sg ἄγνωτος masc/fem/neut dat sg …
10ἄγνωτα — ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc pl ἄγνωτος neut nom/voc/acc pl …
- 1
- 2