ἀγλαό-μορφος

  • 1καλλίμορφος — η, ο (AM καλλίμορφος, ον) 1. ο σχηματισμένος ωραία («καλλίμορφος χορός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει ωραία μορφή, ο όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. αγλαό μορφος, ποικιλό μορφος] …

    Dictionary of Greek