ἀγλαόδωρος
1αγλαόδωρος — ἀγλαόδωρος, ον (Α) αυτός που δίνει λαμπρά δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + δῶρον] …
2ἀγλαόδωρος — bestowing splendid gifts masc/fem nom sg …
3ἀγλαόδωρον — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem acc sg ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts neut nom/voc/acc sg …
4ἀγλαοδώρου — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem/neut gen sg …
5ἀγλαόδωρε — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem voc sg …
6ἀγλαόδωρ' — ἀγλαόδωρα , ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts neut nom/voc/acc pl ἀγλαόδωρε , ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem voc sg …
7αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …