ἀγλαϊσμός
1αγλαϊσμός — ἀγλαϊσμός, ο (Α) [ἀγλαΐζω] 1. καλλωπισμός, στολισμός, λαμπρότητα 2. «ἀγλαϊσμός ρημάτων», στολισμός λόγων, καλλιέπεια …
2ἀγλαισμοῦ — ἀγλαϊσμοῦ , ἀγλαϊσμός adorning masc gen sg ἀγλαισμός adorning masc gen sg …
3ἀγλαισμῶν — ἀγλαϊσμῶν , ἀγλαϊσμός adorning masc gen pl ἀγλαισμός adorning masc gen pl …
4ἀγλαισμῷ — ἀγλαϊσμῷ , ἀγλαϊσμός adorning masc dat sg ἀγλαισμός adorning masc dat sg …
5ἀγλαισμόν — ἀγλαϊσμόν , ἀγλαϊσμός adorning masc acc sg ἀγλαισμός adorning masc acc sg …
6αγλαΐζω — ἀγλαΐζω (AM) λαμπρύνω, στολίζω, τιμώ, δοξάζω. αρχ. 1. δίνω κάτι ως τιμή ή ως κόσμημα 2. μεσ. στολίζομαι με κάτι και νιώθω ευχαρίστηση γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀγλάισμα, ἀγλαϊσμός, ἀγλαϊστός] …