ἀγλαΐαν
1ἀγλαιᾶν — ἀγλαϊᾶν , ἀγλαία splendour fem gen pl (doric aeolic) …
2Ἀγλαιᾶν — Ἀγλαία fem gen pl (doric aeolic) …
3Ἀγλαίαν — Ἀγλαίᾱν , Ἀγλαία fem acc sg (attic doric aeolic) …
4ἀγλαίαν — ἀγλαΐᾱν , ἀγλαία splendour fem acc sg (attic doric aeolic) …
5επέρχομαι — (AM ἐπέρχομαι) 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 3. ακολουθώ, διαδέχομαι 4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, ες, a (AM ἐπερχόμενοι, αι, α) αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι μσν. νεοελλ. 1 …